- ἀνακεφαλαιούμενος
- ἀνακεφαλαιόομαιsum up the argumentpres part mp masc nom sgἀνακεφαλαιόωpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προδιαβεβαιώ — όω, Α διαβεβαιώνω, αποδεικνύω κάτι εκ τών προτέρων («ἀνακεφαλαιούμενος τὰ... προδιαβεβαιωθέντα», Νικόμ.) … Dictionary of Greek